Τουργκένιεφ, Ιβάν Σεργκέγεβιτς — (Ορέλ 1818 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1883). Ρώσος συγγραφέας. Η μητέρα του, πλούσια κληρονόμος άσκησε, με την αυστηρότητά της, μεγάλη και αρνητική επίδραση στα νεανικά του χρόνια. Ο Τ. έκανε πολύ συστηματικές σπουδές· στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης,… … Dictionary of Greek
Φομίν, Ιβάν Αλεξάντροβιτς — (Ορέλ 1872 – Μόσχα 1936). Ρώσος αρχιτέκτονας. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από παραδοσιακό αρχιτεκτονικό ύφος, μάλλον κλασικό, του 19ου αι. Από τα έργα του αξιολογότερα θεωρούνται η έπαυλη Πολόβτσεβ στην Πετρούπολη (1911 13), τα σχέδια για την… … Dictionary of Greek
Λέσκοφ, Νικολάι Σεμιόνοβιτς — (Nikolay Semyonovich Leskov, Γκορόχοβο, Ορέλ 1831 – Αγία Πετρούπολη 1895). Ρώσος μυθιστοριογράφος. Ήταν γιος ενός αριστοκράτη μικροκτηματία και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην επαρχία, όπου γνώρισε τη ζωή και της παραδόσεις των χωρικών. Φοίτησε … Dictionary of Greek
αντιβασιλεία — Η άσκηση της βασιλικής εξουσίας από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που αντικαθιστούν τον βασιλιά στις εξής περιπτώσεις: όταν είναι ανήλικος, όταν εξαιτίας μακρόχρονης αρρώστιας δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ή όταν δεν υπάρχει διάδοχος του… … Dictionary of Greek
κομό — (γαλλ. commode). Έπιπλο μέτριου ύψους, με πολλά επάλληλα συρτάρια, στηριζόμενο σε τέσσερα κοντά πόδια. Τα πρώτα κ. εμφανίστηκαν στη Γαλλία, την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ και ήταν πιθανότατα εφεύρεση του Σαρλ Μπουλ. Το κ. διαδόθηκε με εκπληκτική… … Dictionary of Greek
Αντρέγεφ, Λεονίντ Νικολάγεβιτς — (Leonid Nikolayevich Andreyev, Ορέλ 1871 – Μουσταμέγκι, Φιλανδία 1919).Ρώσος συγγραφέας (αναφέρεται και ως Αντρέεφ). Τα πρώτα του έργα τράβηξαν την προσοχή του Γκόρκι, που ανέλαβε να τα δημοσιεύσει. Αρχικά προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του τα… … Dictionary of Greek
Δνείπερος — (ρωσ. Dnepr, ουκραν. Dnipro). Ποταμός (2.201 χλμ.) της ανατολικής Ευρώπης, ο τέταρτος σε μήκος στην Ευρώπη μετά τον Βόλγα, τον Δούναβη και τον Ουράλη και ο τρίτος από πλευράς λεκάνης απορροής (504.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από το οροπέδιο Βαλντάι της … Dictionary of Greek
Ντενίκιν, Αντόν Ιβάνοβιτς — (Anton Ivanovich Denikin, Βαρσοβία 1872 – Αν Άρμπορ, Μίσιγκαν 1947). Ρώσος στρατηγός, διοικητής των λευκών στρατιωτικών δυνάμεων του Νότου κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφύλιου πολέμου, που ακολούθησε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ταπεινής καταγωγής … Dictionary of Greek
ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… … Dictionary of Greek
Πέβσνερ Αντουάν — (Pevsner, Antoine, Ορέλ 1886 – Παρίσι 1962). Γάλλος γλύπτης ρωσικής καταγωγής, εγκατεστημένος στο Παρίσι από το 1923. Μετά τις σπουδές του στις ακαδημίες του Κιέβου και της Πετρούπολης, ακολούθησε τα πιο πρωτοποριακά ευρωπαϊκά ρεύματα και δέχτηκε … Dictionary of Greek